σύνδουλος

σύνδουλος
σύνδουλος
fellow-slave
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύνδουλος — ὁ, ἡ, και τ. θηλ. συνδούλη, ΜΑ [δοῡλος] μτφ. σύντροφος, ιδίως στην υπηρεσία τού Χριστού («ἀπὸ Ἐπαφρᾱ τοῡ ἀγαπητοῡ συνδούλου ἡμῶν», ΚΔ) αρχ. αυτός που υπηρετεί ως δούλος τού ίδιου δεσπότη, αφέντη μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον …   Dictionary of Greek

  • συνδούλη — σύνδουλος fellow slave fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδούλην — σύνδουλος fellow slave fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδούλης — σύνδουλος fellow slave fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδούλοις — σύνδουλος fellow slave masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδούλου — σύνδουλος fellow slave masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδούλους — σύνδουλος fellow slave masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδούλων — σύνδουλος fellow slave masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδούλῃ — σύνδουλος fellow slave fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδούλῳ — σύνδουλος fellow slave masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”